πολύφωτος

πολύφωτος
-η, -ο / πολύφωτος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολύ φως («πολύφωτος ἥλιος», Μηναί.)
2. αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο γεμάτος φως
3. αυτός που έχει πολλά φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς λυχνίας» — πολυκάντηλα)
4. το ουδ. ως ουσ. το πολύφωτο(ν)
διακοσμητικό συγκρότημα πολλών λυχνιών στο παρελθόν ή ηλεκτρικών λαμπτήρων σήμερα
μσν.
1. (για την ιερωσύνη, τους αποστόλους και την Εκκλησία) μεγαλοπρεπής, ένδοξος
2. καλά φωτισμένος
3. (για οφθαλμό) αυτός που δίνει καλή όραση
αρχ.
λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. ετερό-φωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԼՈՅՍ — ( ) NBH 1 405 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 9c, 12c, 13c, 14c ա. πολύφωτος luculentus, lucidissimus Որոյ լոյսն է բազում. լուսաւոր. լուսափայլ. ... *Բազմալոյս արեգակն Ճ. ՟Ա.: եւ Վրդն. լս.: *Առատ եւ բազմալոյս ճառագայթն Աստուած պետականին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲԱԶՄԱՃԱՃԱՆՉ — ( ) NBH 1 410 Chronological Sequence: 8c, 10c ա. πολύφωτος, αὑγήεις lucidissimus, splendidus Ճաճանչագեղ. լուսափայլ. ճառագայթաւէտ. պայծառ. *Նորոգ փայլեցեալ բազմաճաճանչ ծայրարձակութեամբ. Նար. ՟Ղ՟Գ: *Ելանէաք առ բարձրագոյնսն բազմաճաճանչ ճառագայթիցն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ДАНИИЛ СТОЛПНИК — [греч. Δανιὴλ ὁ Στυλίτης] (409 493), прп. (пам. 11 дек.). В соответствии с 1 й редакцией Жития (BHG, N 489) Д. С. род. в дер. Мерафа (в др. источниках, Марафа, Мифара или Вифара) близ г. Самосата в Сирии (ныне г. Самсат на юго востоке Турции).… …   Православная энциклопедия

  • ЗАХАРИЯ ХАНЕНДЕС — [греч. Ζαχαρίας ὁ Χανεντές] (нач. XVIII в., К поль кон. XVIII в. (?)), певец, мелург (ханендес в переводе с турецкого означает «мелод»). По сведениям Хрисанфа из Мадита, З. Х., современник и ученик Даниила, протопсалта, занимался церковной и… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”